- μπουσουλίζω
- μπουσουλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουσούλισμα — το [μπουσουλίζω] μπουσούλημα … Dictionary of Greek
μπουσουλώ — και μπουσουλίζω (για μωρά), περπατώ στα τέσσερα: Το μωρό μας μπουσουλάει από οχτώ μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)